Αστάθεια ώμου – Εξάρθρημα
Η αστάθεια του ώμου αποτελεί μία ξεχωριστή παθολογική οντότητα, δεδομένου ότι έχει συνέπειες άμεσες ή μακροπρόθεσμες στην λειτουργικότητα του ασθενή, στο επίπεδο διαβίωσης του.
Ο ώμος και πιο συγκεκριμένα η γληνοβραχιόνια άρθρωση αποτελεί την πιο ευρέως κινούμενη άρθρωση του σώματος. Λόγω της ανατομικής της κατασκευής (μικρές επιφάνειες οστών) και του συστήματος σταθεροποίησης της (βασίζεται κυρίως στα περιβάλλοντα μαλακά μόρια – επιχείλιος χόνδρος, σύνδεσμοι, θύλακας, μύες) εμφανίζει πολύ συχνά προβλήματα ασταθούς λειτουργίας.
Η αστάθεια του ώμου ορίζεται ως η (τραυματική ή μη) μετατόπιση της θέσεως της κεφαλής του βραχιονίου οστού εκτός της επιφάνειας της ωμογλήνης. Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται ως εξάρθρημα ώμου και διακρίνεται σε πρόσθιο, οπίσθιο, ουριαίο ή πολλαπλών κατευθύνσεων.
Ταξινόμηση Αστάθειας
Ανάλογα με την οξύτητα και του βαθμού της μετατόπισης του βραχιονίου οστού, η αστάθεια κατηγοριοποιείται σε εξάρθρημα και υπερξάρθημα. Η διαφορά των δύο παραπάνω έγκειται στην αυτόματη επανατοποθέτηση του βραχιονίου οστού (υπεξάρθρημα) στην επιφάνεια της ωμογλήνης.
Ανάλογα με την οξύτητα και του βαθμού της μετατόπισης του βραχιονίου οστού, η αστάθεια κατηγοριοποιείται σε εξάρθρημα και υπερξάρθημα. Η διαφορά των δύο παραπάνω έγκειται στην αυτόματη επανατοποθέτηση του βραχιονίου οστού (υπεξάρθρημα) στην επιφάνεια της ωμογλήνης.
Προδιαθεσιακοί Παράγοντες
• Τραύμα
• Μικρή επιφάνεια ωμογλήνης
• ‘’Χαμηλό’’ τοίχωμα επιχειλίου χόνδρου (υποπλαστικός επιχείλιος χόνδρος)
• Χρόνιες μικροκάκωσεις – τραυματισμοί της άρθρωσης
• Μικρή επιφάνεια ωμογλήνης
• ‘’Χαμηλό’’ τοίχωμα επιχειλίου χόνδρου (υποπλαστικός επιχείλιος χόνδρος)
• Χρόνιες μικροκάκωσεις – τραυματισμοί της άρθρωσης
Συμπτώματα
Τα συνήθη συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς με αστάθεια ώμου είναι ο πόνος είτε ηρεμίας είτε κατά την κίνηση, υποτροπιάζων εξάρθρημα ώμου, αίσθημα φυγής της άρθρωσης και αδυναμία εκτέλεσης κινήσεων.
Τα συνήθη συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς με αστάθεια ώμου είναι ο πόνος είτε ηρεμίας είτε κατά την κίνηση, υποτροπιάζων εξάρθρημα ώμου, αίσθημα φυγής της άρθρωσης και αδυναμία εκτέλεσης κινήσεων.
Η διάγνωση της αστάθειας του ασθενούς στηρίζεται στην κλινική του αξιολόγηση και στην ακτινοδιαγνωστική απεικόνιση (ακτινογραφία – μαγνητική τομογραφία).
Κατά την κλινική αξιολόγηση δίνεται έμφαση μέσα από μια σειρά από τεστ-δοκιμασιών στην εύρεση είτε υπερκινητικότητας του βραχιονίου οστού ή του αισθήματος εξαρθρήματος που αναφέρει ο ασθενής. Η εξέλιξη πλέον στις μεθόδους και στους τρόπους αξιολόγησης του ασθενή δίδει τη δυνατότητα μια κλινικής εικόνας επαρκούς στο να ορίσει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων την επιλογή της περαιτέρω συντηρητικής ή χειρουργικής αντιμετώπισης.
Τόσο η ακτινογραφία όσο και η μαγνητική τομογραφία αποτελούν χρήσιμα στοιχεία για τον θεράποντα ιατρό για την εκτίμηση τραυματισμού ανατομικών δομών όπως:
Κατά την κλινική αξιολόγηση δίνεται έμφαση μέσα από μια σειρά από τεστ-δοκιμασιών στην εύρεση είτε υπερκινητικότητας του βραχιονίου οστού ή του αισθήματος εξαρθρήματος που αναφέρει ο ασθενής. Η εξέλιξη πλέον στις μεθόδους και στους τρόπους αξιολόγησης του ασθενή δίδει τη δυνατότητα μια κλινικής εικόνας επαρκούς στο να ορίσει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων την επιλογή της περαιτέρω συντηρητικής ή χειρουργικής αντιμετώπισης.
Τόσο η ακτινογραφία όσο και η μαγνητική τομογραφία αποτελούν χρήσιμα στοιχεία για τον θεράποντα ιατρό για την εκτίμηση τραυματισμού ανατομικών δομών όπως:
• Ρήξεις του επιχειλίου χόνδρου
• Μυϊκές – τενόντιες κακώσεις ή ρήξεις
• Κακώσεις συνδεσμικών – θυλακικών στοιχείων
• Οστικό οίδημα / βλάβη Hill Sachs
• Μυϊκές – τενόντιες κακώσεις ή ρήξεις
• Κακώσεις συνδεσμικών – θυλακικών στοιχείων
• Οστικό οίδημα / βλάβη Hill Sachs
Η επιλογή συντηρητικής ή χειρουργικής αντιμετώπισης στηρίζεται κυρίως στην αξιολόγηση κλινικά του ασθενούς όσο και στην διαπίστωση μέσω των εξετάσεων ρήξεων των βασικών σταθεροποιητικών μηχανισμών (επιχείλιος χόνδρος – labrum) όσο και μυοτενόντιων στοιχείων (υπερακάνθιος, μακρά κεφαλή του δικεφάλου, υποπλάτιος).
Συντηρητική θεραπεία αποτελεί την πρώτη συνήθως επιλογή. Περιλαμβάνει:
– Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη αγωγή σε περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαίο
– Φυσικοθεραπεία, η οποία περιλαμβάνει τα παρακάτω:
• Μείωση του πόνου
• Ομαλοποίηση του εύρους κίνησης του ώμου
• Κεντρικοποίηση του άξονα της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης
• Ομαλοποίηση ρυθμού κίνησης ωμοπλατοθωρακικής άρθρωσης
• Διόρθωση αρθρικών διαταραχών συγγενών περιοχών, όπως αυχένα, θωρακικής μοίρας, πλευρών
• Κινητοποίηση μαλακών μορίων
• Βελτίωση ενεργητικού δυναμικού συστήματος (μυϊκού συστήματος) μέσω προγράμματος ενδυνάμωσης, ιδιοδεκτικότητας κλπ.
– Φυσικοθεραπεία, η οποία περιλαμβάνει τα παρακάτω:
• Μείωση του πόνου
• Ομαλοποίηση του εύρους κίνησης του ώμου
• Κεντρικοποίηση του άξονα της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης
• Ομαλοποίηση ρυθμού κίνησης ωμοπλατοθωρακικής άρθρωσης
• Διόρθωση αρθρικών διαταραχών συγγενών περιοχών, όπως αυχένα, θωρακικής μοίρας, πλευρών
• Κινητοποίηση μαλακών μορίων
• Βελτίωση ενεργητικού δυναμικού συστήματος (μυϊκού συστήματος) μέσω προγράμματος ενδυνάμωσης, ιδιοδεκτικότητας κλπ.
Στόχος του συντηρητικού προγράμματος θεραπείας είναι η επίτευξη πλήρους λειτουργικότητας του ασθενή και η πλήρης επάνοδος του στην καθημερινότητα.
Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι η λύση επιλογής όταν αποτυγχάνει η συντηρητική μορφή θεραπείας ή όταν οι ανατομικές φθορές της άρθρωσης είναι μη αναστρέψιμες λειτουργικά.
Τα τελευταία χρόνια η πιο συνήθης τεχνική είναι αυτή της αρθροσκόπησης του ώμου, όπου επιχειρείται διόρθωση των σταθεροποιητικών στοιχείων, όπως του επιχειλίου χόνδρου (bankart repair), είτε μυοτενόντιων στοιχείων (συρραφή στροφικού πετάλου, τενοτομή μακράς κεφαλής δικεφάλου κλπ). Αμέσως μετά την επέμβαση εφαρμόζεται στον ασθενή ειδικός νάρθηκας συγκράτησης του χειρουργημένου μέλους και εντατικό πρόγραμμα φυσικοθεραπείας για διάστημα 3-4 μηνών.
Τα τελευταία χρόνια η πιο συνήθης τεχνική είναι αυτή της αρθροσκόπησης του ώμου, όπου επιχειρείται διόρθωση των σταθεροποιητικών στοιχείων, όπως του επιχειλίου χόνδρου (bankart repair), είτε μυοτενόντιων στοιχείων (συρραφή στροφικού πετάλου, τενοτομή μακράς κεφαλής δικεφάλου κλπ). Αμέσως μετά την επέμβαση εφαρμόζεται στον ασθενή ειδικός νάρθηκας συγκράτησης του χειρουργημένου μέλους και εντατικό πρόγραμμα φυσικοθεραπείας για διάστημα 3-4 μηνών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου